ῥαπτικός

ῥαπτικός
ῥαπ-τικός, ή, όν,
A of or for stitching, Gal.Thras.5, Sch.Philostr.Her.2.19 (p.464 Boissonade).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραπτικός — ή, ό / ῥαπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, ή, ό, Ν [ῥάπτης / ράφτης] το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτική η τέχνη τού ράπτη, η τέχνη τής κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευής νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικά τα… …   Dictionary of Greek

  • ῥαπτικῆς — ῥαπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπτικῇ — ῥαπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπτική — ῥαπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπτικήν — ῥαπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραπτική — η, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφικός — ή, όν, Α [ῥαφή] ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφτικά — τα, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφτική — η, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφτικός — ή, ό, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”